σκουριάζω

σκουριάζω
rouiller

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • σκουριάζω — σκουριάζω, σκούριασα, σκουριασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκουριάζω — Ν 1. προκαλώ σκούριασμα, κάνω κάτι να καλυφθεί με σκουριά, οξειδώνω («το λεμόνι σκουριάζει τα μαχαιροπίρουνα») 2. (αμτβ.) (για μέταλλα και μεταλλικά αντικείμενα) καλύπτομαι από σκουριά, οξειδώνομαι 3. φρ. «σκουριασμένες ιδέες» μτφ. παμπάλαιες… …   Dictionary of Greek

  • σκουριάζω — σκούριασα, σκουριασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σκουριάσει: Η υγρασία σκουριάζει τα σιδερένια εργαλεία. 2. αμτβ., αποκτώ σκουριά: Σκούριασε η σιδερένια πόρτα που δεν είχε βαφεί. 3. φρ., «σκουριασμένες ιδέες», αναχρονιστικές και οπισθοδρομικές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιούμαι — ἰοῡμαι, όομαι (Α) [ιός (ΙV)] 1. (αμτβ.) σκουριάζω, πιάνω σκουριά ή είμαι σκουριασμένος 2. (το ενεργ. μτβτ.) ἰῶ, όω καθιστώ κάτι σκουριασμένο, σκουριάζω κάτι, δημιουργώ σκουριά σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • κατασκουριάζω — 1. σκουριάζω πολύ κάτι ή σκουριάζω ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατασκουριασμένος, η, ο ο τελείως οξειδωμένος …   Dictionary of Greek

  • κατιούμαι — κατιοῡμαι, όομαι (Α) 1. σκουριάζω («ὑφ ἧς κατιοῡται καὶ χαλκὸς καὶ ἄργυρος», Στράβ.) 2. ρυπαίνομαι («ἀπὸ χρυσῆς τε βασιλείας ἐς σιδηρᾱν καὶ κατιωμένην... καταπεσούσης τῆς ἱστορίας», Δίων Κάσσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰοῦμαι «σκουριάζω» (<… …   Dictionary of Greek

  • σκούριασμα — το, Ν [σκουριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκουριάζω, κάλυψη κάποιας επιφάνειας με σκουριά, οξείδωση …   Dictionary of Greek

  • ίωσις — ἴωσις, ἡ (Α) 1. καθάρισμα από πρόσμιξη ή επίδραση ξένων ουσιών («ἴωσις χρυσοῦ», πάπ.) 2. χρωμάτισμα, βαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰῶ (Ι) «σκουριάζω» η σημ. τής λ. δικαιολογείται από το ότι το καθάρισμα γινόταν με οξείδωση] …   Dictionary of Greek

  • ανίωτος — ἀνίωτος, ον (Α) ασκούριαστος, αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να σκουριάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιόω (< ιός (III) «σκουριά») «σκουριάζω»] …   Dictionary of Greek

  • γανιάζω — (I) και γκανιάζω και κανιάζω [γάνια] κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε τό παιδί να κλαίει»). (II) [γανιά] 1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω 2. λερώνω, βρομίζω κάτι 3. χάνω την καθαρότητά μου… …   Dictionary of Greek

  • ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”